-
1 toslaşma
σύγκρουση κεφαλιών -
2 collision
σύγκρουση -
3 kolize
σύγκρουση -
4 collision
σύγκρουση -
5 karambol
σύγκρουση -
6 kolizja
σύγκρουση -
7 starcie
σύγκρουση -
8 zderzenie
σύγκρουση -
9 столкновение
столкновениес ἡ σύγκρουση [-ις] (тж. перен):вооруженное \столкновение ἡ Ενοπλη σύγκρουση, ἡ ἐνοπλη σύρραξη· \столкновение поездов σύγκρουση τραίνων \столкновение интересов ἡ σύγκρουση συμφερόντων приходить в \столкновение ἔρχομαι σέ σύγκρουση. -
10 конфликт
конфликт м η σύγκρουση, η διαφορά вооружённый \конфликт η ένοπλη σύγκρουση, η συμ πλοκή* * *мη σύγκρουση, η διαφοράвооружённый конфли́кт — η ένοπλη σύγκρουση, η συμ πλοκή
-
11 столкновение
-я ουδ. (κυρλζ. κ. μτφ.) σύγκρουση•столкновение двух судов σύγκρουση δυό σκαφών•
военные -я πολεμικές συγκρούσεις•
вооружнные -я ένοπλες συγκρούσεις•
столкновение интересов σύγκρουση συμφερόντων•
приходить в столкновение έρχομαι σε σύγκρουση.
-
12 clash
[klæʃ] 1. noun1) (a loud noise, like eg swords striking together: the clash of metal on metal.) μεταλλικός κρότος, κλαγγή2) (a serious disagreement or difference: a clash of personalities.) σύγκρουση3) (a battle: a clash between opposing armies.) σύγκρουση, σύρραξη4) ((of two or more things) an act of interfering with each other because of happening at the same time: a clash between classes.) σύγκρουση2. verb1) (to strike together noisily: The cymbals clashed.) κάνω μεταλλικό ήχο2) (to fight (in battle): The two armies clashed at the mouth of the valley.) συγκρούομαι3) (to disagree violently: They clashed over wages.) συγκρούομαι4) (to interfere (with something or each other) because of happening at the same time: The two lectures clash.) συγκρούομαι5) ((of colours) to appear unpleasant when placed together: The (colour of the) jacket clashes with the (colour of the) skirt.) κάνω κακή αντίθεση (για χρώμα) -
13 коллизия
-и θ.σύγκρουση•нравственная -ηθική σύγκρουση•
коллизия экономических интересов σύγκρουση οικονομικών συμφερόντων.
-
14 авария
авария ж η αβαρία; η σύγκρουση, το τρακάρισμα (автомобильная)' потерпеть \аварияю παθαίνω αβαρία* * *жη αβαρία; η σύγκρουση, το τρακάρισμα ( автомобильная)потерпе́ть ава́рию — παθαίνω αβαρία
-
15 крушение
-
16 столкновение
-
17 конфликт
-а α.σύγκρουση• συμπλοκή•военный конфликт στρατιωτική σύγκρουση.
|| φιλονικία έριδα, διένεξη•конфликт мнений αντιγνωμίες, διχογνωμίες.
-
18 столкнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. столкнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. σπρώχνω, ωθώ•столкнуть лодку в воду σπρώχνω τη βάρκα στο νερό•
столкнуть кого-л. с лестницы σπρώχνω (ρίχνω κάτω) κάποιον από τη σκάλα.
|| σπρώχνω ελαφρά, σκουντώ.2. συγκρούω, χτυπώ•столкнуть бильярдные шары χτυπώ τις σφαίρες του μπιλιάρδου.
|| μτφ. φέρω σε σύγκρουση, σε αντίθεση.3. μτφ. φέρω σε επαφή, γνωρίζω•столкнуть с жизнью γνωρίζω με τη ζωή•
столкнуть с трудностями γνωρίζω με τις δυσκολίες.
1. συγκρούομαι•льдины -лись οι ογκόπαγοι συγκρούστηκαν.
|| μτφ. έρχομαι σε σύγκρουση, σε αντίθεση.2. τρακάρω, συναντιέμαι απρόοπτα, πέφτω επάνω. || συναντιέμαι, γνωρίζομαι (για πρώτη φορά)•столкнуть с трудностями συναντώ για πρώτη φορά δυσκολίες•
вражеские военные корабли -лись τα εχθρικά πολεμικά καράβια συγκρούστηκαν.
3. συρρέω, συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι. -
19 коллизия
литер. η σύγκρουση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коллизия
-
20 конфликт
η σύγκρουση, η διένεξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > конфликт
См. также в других словарях:
σύγκρουση — η / σύγκρουσις, ούσεως, ΝΜΑ [συγκρούομαι] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκρούω ή τού συγκρούομαι, η πρόσκρουση μεταξύ δύο προσώπων ή πραγμάτων που έχουν διαφορετικές ή αντίθετες κατευθύνσεις 2. ρήξη, συμπλοκή νεοελλ. 1. έντονη αντίθεση,… … Dictionary of Greek
σύγκρουση — η 1. συμπλοκή: Ήταν αναπόφευκτη η σύγκρουση των δύο στρατευμάτων. 2. «σύγκρουση καθηκόντων», περίπτωση κατά την οποία η εκτέλεση κάποιου καθήκοντος έχει ως συνέπεια την παράβαση κάποιου άλλου. 3. τρακάρισμα: Η σύγκρουση των αυτοκινήτων ήταν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκρούσῃ — συγκρούσηι , σύγκρουσις collision fem dat sg (epic) συγκρούω strike together aor subj mid 2nd sg συγκρούω strike together aor subj act 3rd sg συγκρούω strike together fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek